- Μάγνου
- Μάγνοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COMUM — Colonia, et urbs Episcopalis Insubriae ad Lacum Larium, quod instauratum Novocomum dictum est, vulgo Como. Patria Plinii Iunioris, Pauli Iovii, et Caecilii Poetae, de quo Catullus, carm. 26. Poetae tenero, meo sodali Velim, Caecilio, papyre,… … Hofmann J. Lexicon universale
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Αντωνία — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Κόρη του Μάρκου Αντώνιου (54 ή 49 π.Χ. – ;). Μνηστεύθηκε τον γιο του Λέπιδου, μέλους της Τριανδρίας, αλλά το 34 π.Χ., με υπόδειξη του πατέρα της, παντρεύτηκε τον Έλληνα Πυθόδωρο από τις Τράλλεις … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Δεκέντιος — (4ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος καίσαρας (350 353 μ.Χ.). Εξάδελφος του Μάγνου Μαγνέντιου, κατέλαβε τον θρόνο της Ρώμης, αφού δολοφόνησε τον αυτοκράτορα Κώνστα. Αυτοκτόνησε όταν απέτυχε να αντιμετωπίσει τους Γερμανούς εισβολείς στον Ρήνο και πληροφορήθηκε … Dictionary of Greek
Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… … Dictionary of Greek
Σιγούρδος — Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. Σ. ο A’ (1089 1130). Διαδέχθηκε τον πατέρα του Μάγνο σε ηλικία εννέα χρόνων. Πριν αναλάβει προσωπικά την εξουσία επιχείρησε πολλές πειρατικές εκστρατείες, στη διάρκεια των οποίων λεηλάτησε τα παράλια της… … Dictionary of Greek
Χάκων — Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. X. ο A’ ο Αγαθός (935 – 961). Ήταν ο νεότερος γιος του βασιλιά Χάραλδου Χάρφαγκρε και μεγάλωσε στην αυλή του βασιλιά της Αγγλίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του γύρισε στη Νορβηγία για να διεκδικήσει τον θρόνο… … Dictionary of Greek
ИОАНН КСИФИЛИН — (Младший) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Ξιφιλῖνος] (2 я пол. XI нач. XII в.), мон., визант. писатель. Жизнь Сведений о жизни И. К. сохранилось немного. В написанном И. К. в царствование имп. Михаила VII Дуки (1071 1078) переложении «Римской истории» Диона… … Православная энциклопедия